Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

Έθιμα- Παραδόσεις του Νομού Θεσσαλονίκης

ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ - Μ. ΤΡΙΤΗ
Το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης οι Σαλονικιοί πήγαιναν συν γυναιξί και τέκνοις στην εκκλησία για ν’ ακούσουν το τροπάριο της Κασσιανής. Τη βραδιά αυτή, ο κάθε μπαγιάτης που σεβόταν τον εαυτό του γινόταν μουσικοκριτικός. Κατηγορούσε το μαέστρο της χορωδίας γιατί άρχισε το τροπάριο μισό τόνο πιο κάτω από το κανονικό και τον βαρύτονο που, “από του πολύ φαΐ κι του κρασί που πιν” είπε το Οδυρομένη “μι τριμουλιαστή φουνή”. Σημειώνουμε ότι οι παλιοί βέροι Σαλονικιοί μπορεί να μην ήξεραν τις Δέκα Εντολές και το Πιστεύω, αλλά το τροπάριο της Κασσιανής το ήξεραν απ’ έξω και το έλεγαν ψιθυριστά μαζί με τη χορωδία: “Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την σην αισθομένη θεότητα, μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει ...”
Μετά την εκκλησία, ήταν τότε παράδοση να πηγαίνουν οι χορωδοί στην ταβέρνα κι εκεί, με νηστήσιμους μεζέδες και καλή ρετσίνα, έλεγαν πάλι το τροπάριο, στο σωστό τόνο τώρα.
Μ. ΠΕΜΠΤΗ
Τη Μεγάλη Πέμπτη οι νοικοκυρές έβαφαν τ’ αυγά κι έβαζαν στο παράθυρο ή το μπαλκόνι του σπιτιού τους ένα κόκκινο πανί. Το βράδυ, τα κοριτσόπουλα μαζί με τις μανάδες τους ξενυχτούσαν στις εκκλησίες για να στολίσουν τον Επιτάφιο και να δουν την άλλη μέρα τ’ όνομα και τη φωτογραφία τους στις εφημερίδες. Οι νεαροί γύριζαν από εκκλησία σε εκκλησία για να συναντήσουν τις φιλενάδες τους, που με διάφορες προφάσεις έβγαιναν κάθε λίγο και λιγάκι από την εκκλησία. Πίσω από το ναό ή μέσα στην αυλή, μέσα στις καμπανοκρουσίες, το προστατευτικό σκοτάδι και τη μαγεία της άνοιξης, έδιναν φιλί θερμό, που έκανε τις κοπέλες να γυρίζουν κατακόκκινες στις μανάδες τους και στα λουλούδια του Επιταφίου - για να ξαναβγούν έξω με την πρώτη ευκαιρία.
Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Τη Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ γινόταν η περιφορά των Επιταφίων, που την παρακολουθούσαν με κατάνυξη οι πιστοί. Μερικοί όμως δεν ακολουθούσαν τον Επιτάφιο της Αγίας Σοφίας ή της Μητρόπολης μαζί με τους επισήμους και τις γουνοφόρες γυναίκες τους, αλλά περπατούσαν δίπλα στη προπορευόμενη στρατιωτική μπάντα ή την μπάντα του Παπάφειου Ορφανοτροφείου, για ν’ απολαμβάνουν τις αριστουργηματικές εκτελέσεις των πένθιμων εμβατηρίων του Σοπέν, του Μπετόβεν και του Βάγκνερ.
Όταν δύο Επιτάφιοι συναντιούνταν σ’ ένα στενό δρόμο, οι παλικαράδες από τις δύο γειτονιές, που πήγαιναν μπροστά μαζί με τα εξαπτέρυγα και τα φανάρια που κουβαλούσαν πάνω σε κοντάρια τα παπαδάκια, συμπλέκονταν για το ποιος Επιτάφιος θα περάσει πρώτος. Έλεγαν ότι παλιά τις συμπλοκές αυτές τις ευνοούσαν οι δημογέροντες της πόλης, “δια να εθίζονται οι νέοι εις την χρήσιν των όπλων”.
ΑΠΟΚΡΙΕΣ
Κάποτε, όχι σε πολύ μακρινή εποχή, οι Αποκριές της Θεσσαλονίκης ξετρέλαιναν κυριολεκτικά και τους Σαλονικιούς και όσους έρχονταν στην πόλη μας για να γλεντήσουν και να ξεσκάσουν, μέσα στην άδολη και χαρούμενη ατμόσφαιρα, για ν’ αφήσουν στην άκρη τις λύπες και τα βάσανα. Εύθυμοι, ξένοιαστοι, παρά την ανομοιογένεια, ήταν όλοι σαν ένας άνθρωπος κάτω απ’ τη μάσκα.
 
Μασκαρευόμαστε κι οι μασκαράδες
 
το μασκαρένιο τούτο καιρό ...
Ακόμα και το ξακουστό Καρναβάλι της Πάτρας και άλλων γειτονικών πρωτευουσών, δε συγκρινόταν με το Καρναβάλι της Θεσσαλονίκης, γιατί δεν ήταν προκατασκευασμένο, ήταν αυθόρμητο, ήταν κάτι σαν το καρναβάλι του Ρίο, όπου ο καθένας αυτοσχεδίαζε και συμμετείχε στο γενικό γλέντι με τέτοιο ξέφρενο τρόπο, που και οι Τούρκοι ακόμα έλεγαν ότι οι γκιαούρηδες τρελλαίνονται δύο φορές το χρόνο, μια φορά τις αποκριές, που τραγουδούν, μεθούν και χορεύουν εσέκ γκιμπί και μια φορά το Πάσχα που αρχίζουν τις κουμπουριές.
Η πόλη ζούσε μια ξέχωρη ζωή εκείνες τις μέρες, με τελείως διαφορετικό πρόσωπο. Οι άνθρωποι, ξεχύνονταν στους δρόμους σε ομαδικό πανζουρλισμό, ξεφάντωμα, για να πετάξουν σερπαντίνες και κομφετί, να γεμίσουν οι δρόμοι με πολύχρωμα χαρτάκια μέχρι τον αστράγαλο και το πιο σπουδαίο, χωρίς κανένα σοβαρό επεισόδιο, εκτός από μικροπαρεξηγήσεις.
Παρέες από γνωστούς και άγνωστους τριγυρνούσαν στους δρόμους και τις συνοικίες, επισκέπτονταν τα γνωστά σπίτια που δεν ήξεραν για τρεις βδομάδες τι θα πει ύπνος. Κερνούσαν τους επισκέπτες και διασκέδαζαν μαζί μ’ αυτούς κι ας μην ήξεραν πολλές φορές ποιος κρυβόταν κάτω από τη μάσκα.
Το αποκορύφωμα του κεφιού ήταν την τελευταία βδομάδα, που παρουσιάζονταν τα διάφορα κουστούμια και τα άρματα. Κλασικοί παλιάτσοι, πιερότοι, κολομπίνες, απάχηδες και απάχισσες, ναυτάκια, ναύαρχοι, στρατηγοί, Ναπολέοντες, όλοι με λαμπερές και πολύχρωμες στολές, που έφτιαχναν μόνοι τους ή τις νοίκιαζαν.
Θίασοι, αυτοσχεδιασμοί, καρότσες, αραμπάδες, κάρα, με ομάδες που παρίσταναν μπουλούκια και σατίριζαν τους περαστικούς, χαχαμίκοι, Σπαρτιάτες με χαρτονένιες ασπίδες και, περικεφαλαίες, κολοκοτρωναίοι, ληστές με φουστανέλες και γένια από αλογοουρές ή τζίβα, τυφλοί με λεμονόκουπες για γιαλιά, γιατροί, αράπηδες, υπαίθριοι πωλητές σατίριζαν τα εμπορεύματα και πείραζαν τις γυναίκες, αστρονόμοι με χαρτονένια τηλεσκόπια, αντάρτες με μπάλες και γιαταγάνια, Τουρκάλες με φερετζέδες, βυζαντινοί αυτοκράτορες και άρχοντες, γαϊτανάκια, καμήλες, αρκούδες με ντέφια, τσίλιντρα, μονόκλ, μπομπέδες, Σαρλώ (που είσαι Γιώργο Χασάπη;) και τόσοι άλλοι με αστεία και πειράγματα. Κι ο κόσμος, χιλιάδες άνθρωποι και έριχναν κομφετί, κέρινα αυγά, σοκολάτες, καραμέλες, μανταρίνια, μήλα, πορτοκάλια, μπομπονιέρες και προπάντων τα ξερά “δαμασκηνούδια”.
Οι Σαλονικιοί το είχαν συνήθεια να μασκαρεύονταν τη βραδιά της Τσικνοπέμπτης, με ότι τύχαινε, και να κάνουν βόλτα στους δρόμους, στην Αγίου Δημητρίου περισσότερο, από την εκκλησία μέχρι το Κουλέ Καφέ και πιο πάνω από την Κασσάνδρου που τα περισσότερα σπίτια ήταν ελληνικά.
Ο πανζουρλισμός όμως που γινόταν στο Ιπποδρόμιο το τελευταίο Σαββατοκύριακο, ήταν κάτι το απερίγραπτο. Όλες οι ταβέρνες και τα καφενεία φορούσαν τ’ αποκριάτικά τους, στολίζονταν με σημαιούλες, σερπαντίνες, πολύχρωμα φανάρια κι όλες οι λατέρνες της πόλης και των περιχώρων στολίζονταν με περισσότερες χάντρες, καθάριζαν τη Γενοβέφα ή τη Γοργόνα τους, έπαιρναν για συνοδεία κάποιο ντέφι ή ταμπουρά και ξεκινούσαν για το Ιπποδρόμιο.
Η προετοιμασία ήταν πολύ μεγάλη γιατί το φιλότιμο του ταβερνιάρη ήθελε να μην υπάρχει η παραμικρή διαμαρτυρία στην εξυπηρέτηση των πελατών. Εκτός από τα είδη κατανάλωσης, ποτά και μεζέδες, κουβαλούσαν με τα μακριά κάρα τραπέζια και καρέκλες από άλλες γειτονιές, για να καλύψουν και τον πιο μικρό χώρο του κέντρου, τις αυλές και τα πεζοδρόμια.
Τα σπίτια ήταν όλα στολισμένα με σημαίες, χράμια και λουλούδια. Περίμεναν τους συγγενείς και φίλους που θα έρχονταν να παρακολουθήσουν από τα παράθυρα και τα μπαλκόνια, καμιά φορά κι από τα κεραμίδια ακόμα, τους μασκαράδες που δε θ’ αργούσαν να περάσουν.
Από νωρίς το απόγευμα παρέες καρναβαλιών έρχονταν απ’ όλες τις συνοικίες και κατέληγαν στο κάτω Ιπποδρόμιο, για να φτάσει ο συνωστισμός στο αδιαχώρητο με συνέπεια τις λιποθυμίες γυναικών. Άλλοι πεζοί, άλλοι με άλογα ή γαϊδούρια, άλλοι με παϊτόνια, περνούσαν από την πλατεία κι όταν έφταναν κάτω από τα μπαλκόνια αλληλοπειράζονται κι άρχιζαν το χαρτοπόλεμο. Οι σοκολάτες, ΝΕΣΤΛΕ τότε, και τα σακουλάκια με τα μπομπόνια προορίζονταν για τις αγαπημένες (μαντινούδις).
Λατέρνες, κιθάρες, ρομβίες, όλα ανακατωμένα πάνω στις καρότσες. Τα παϊτόνια χαλούν τον κόσμο με μουσική κι εύθυμα τραγούδια. Άλλοι τραγουδούν διάφορα διφορούμενα, που κάνουν τις γυναικούλες και τα κοριτσόπουλα να χαμογελούν, όπως “θέλω να δω τον πάπα”, το “σύρτη”, “όταν ένα σύκο μένει”. Άλλη παρέα πιο κει πουλάει πουκάμισα διαλαλώντας “καλά πουκάμισα”, μετατρέποντας το κάπα, άλλος πουλάει ψάρια προσθέτοντας τη νότα λα ενδιάμεσα, άλλος πειράζει μια κοπέλα: καλέ, φορείς φανέλα, βρακάκι με ταντέλα;
Και το γλέντι συνεχίζεται χωρίς παρεξήγηση, χωρίς κακία, χωρίς μοχθηρία. Να και αραπάκια καμιά δεκαπενταριά, μουτζουρωμένα με μαύρη μπογιά για παπούτσια και τυλιγμένα σε σεντόνια. Φωνάζουν “για τ’ αραπάκια, εβ αλλάχ” ενώ ένας απ’ την παρέα γυρίζει μ’ ένα ντέφι και μαζεύει χρήματα που τους ρίχνει ο κόσμος, χρήματα που περιορίζονται σε δεκαρούλες και κανένα πενηνταράκι. Μακάρια εποχή! ...
Άλλη παρέα πιο πίσω χορεύει το γαϊτανάκι. Την αποτελούν τα ... ΚΟΡΙΤΣΙΑ της Καμάρας, που δεν έβγαζε μόνο παλικάρια, αλλά και αντράκια τρίτου φύλου. Οι γυναίκες στα μπαλκόνια χαμογελούσαν πονηρά βλέποντάς τους.
Να και οι Εβραίοι, με τα αντεριά και τα γένια από τζίβα, που παρελαύνουν φωνάζοντας χωρίς περιορισμό.
Το Καπουτζιλάρ δε μπορεί να λείψει από το σαματά και να μια παρέα από γαϊδουροκαβαλάρηδες που τραγουδούν το τοπικό τους τραγούδι.
Καίει η φούρνους καίει
και κι λαμπαδίζ’ ...
Ακολουθεί μια παρέα γιατρών και νοσοκόμων, με πανήψυλα τσίλιντρα που αναβόσβηναν. Στη μέση είχαν τον ασθενή κι άλλος του έκανε αφαίμαξη με τις βδέλλες, άλλος κρατούσε το σερβιτσάλι για να του κάνει κλύσμα, ενώ ο νοσοκόμος έτρεχε με την πάπια.
Να και η θρυλική καμήλα, που κάνει την εμφάνισή της με την τεράστια κουδούνα του καμηλιέρη, στολισμένη μ’ ένα σωρό κορδέλες και κορδελάκια, χάντρες και λουλούδια.
Μια άλλη παρέα με πιερότους και κολομπίνες πάνω σε δύο παϊτόνια, χαλούν τον κόσμο με τις ροκάνες και τα ντέφια τους, τραγουδώντας:
Και μεις τα πόδια μας ψηλά πετάμε
χορεύουμε και πίνουμε τρελά
Εντυπωσιακός είναι και ο γύφτικος γάος, με τη νύφη στολισμένη με διάφορα ζαρζαβατικά, κρεμύδια, σκόρδο, μαϊντανό, ενώ στο χέρι κρατά μια καλαμπόκα άψητη, φαλλικό σύμβολο, ενώ ο γαμπρός ανεκδιήγητος στο ντύσιμο, τριγυρισμένος από τσεγγενέδες με τενεκεδάκια, κουβαδάκια, τηγάνια και ροκάνες που τα χτυπούν όλα μαζί. Την ομάδα συνοδεύουν δύο γαϊδούρια φορτωμένα με ότι κουρελαρία υπήρχε από σκισμένα παπλώματα, τσόλια τρύπια, τεντζερέδες δίχως πάτο, η απαραίτητη καρέκλα με τρία πόδια και το γκιογκιό που το κρατούσε η νύφη επιδεικτικά στην αγκαλιά, γεμάτο ... ζάχαρη.
Άλλη ομάδα από μαμμές και γκαστρωμένες που κοιλοπονούσαν φάνηκε. Οι μαμμές κρατούσαν κάτι τεράστιες κουτάλες, για να βγάλουν το παιδί που δεν ερχόταν.
Ξαφνικά τα πάντα σταματούν και για λίγο επικρατεί σιωπή. Ακούστηκε μουσική μπάντας. Και πραγματικά, ο Σπεράντζας, μεγαλοπρεπής, στητός και κορδωμένος, παρά το κρύο, μια κι είχε πάρει τα σκονάκια του στην ταβέρνα του Αλέκου Ξυράφη στο Συντριβάνι, προχωράει με τη μπάντα του, ενώ πίσω έρχεται ολόκληρη η κομπανία που συνόδευε το αντρόγυνο του βλάχικου γάμου. Ο γαμπρός με τη φουστανέλα, τα τσαρούχια και τα σελάχια φορτωμένα κουμπούρες και γιαταγάνι (για την προστασία από τους Τούρκους κατά το έθιμο), η νύφη φορτωμένη φλουριά, οι μπράτιμοι, το φλάμπουρο (ένδειξη παρθενιάς), ο κουμπάρος, τα πεθεριά, όλοι καβάλα πάνω σ’ άσπρα άλογα. Τα μουλάρια καταφορτωμένα προικιά, πολύχρωμα χράμια, βελέντζες κι ότι βάζει ο νους σου.
Προχωρούν όλοι καμαρωτοί από την Αγαπηνού προς το Πουδρόμ’ και ξαφνικά ο Σπεράντζας αλλάζει σκοπό κι από τα “τρία παιδιά Γιαννιώτικα μας κλέψαν τη Γιαννούλα Σαρακατσάνισσα”, παίζει το πένθιμο εμβατήριο του Μπετόβεν. Και τότε ποιος είδε το θεό και δε φοβήθηκε. Όλη η κομπανία τράβηξε τις διμούτσουνες, κουμπούρες και γιαταγάνια, και κυνηγούσε το Σπεράντζα πυροβολώντας κι εκείνος έτρεχε τρομοκρατημένος δεξιά κι αριστερά.
Όλα ήταν σκηνοθετημένα φυσικά και ο κοσμάκης γελούσε με δάκρυα. Κόντεψαν να πέσουν τα μπαλκόνια από τα χειροκροτήματα και το σαματά.
Στη συνέχεια ακολουθούσαν οι μοναχικοί μασκαράδες, ντυμένοι με διάφορες στολές.
Την Κυριακή το απόγευμα έκλεινε η αποκριά μέσα σε γενικό ξεφάντωμα. Ο χαρτοπόλεμος και τα πειράγματα, πάντοτε άψογα έπαιρναν κι έδιναν, μπροστά στα μάτια των γονιών. Από τα μπαλκόνια οι κοπέλες ξεχώριζαν τον καλό τους μέσα στο πλήθος κι αντάλλαξαν πειράγματα, σοκολάτες και μπομπονιέρες με το απαραίτητο ραβασάκι. Έστελναν και δήθεν αθώα φιλιά στο πλήθος, ενώ είχαν τον προορισμό τους.
Όλο το γλέντι κυλούσε χαρούμενα και όμορφα, χωρίς καυγάδες και φασαρίες, πράγμα που έκανε να μιλούν με τα καλύτερα λόγια οι διευθυντές της αστυνομίας και οι διοικητές των τμημάτων.
Οι μασκαράδες μετά την παρέλαση από το Ιπποδρόμιο, περνούσαν από την Εγνατία κι έφταναν στο Λευκό Πύργο, για να συνεχίσουν στην παραλία, στην Αγίας Σοφίας και να διαλυθούν σιγά-σιγά. Άλλες παρέες τότε τραβούσαν κατά τις απάνω γειτονιές, άλλες για τα χοροδιδασκαλεία, τις ταβέρνες και τα καφενεία, που κι αυτά τις αποκριές ... μεταμφιέζονταν σε ταβέρνες, κι άλλες πιο παραλήδικες, κατέληγαν στις μεγάλες μπυραρίες, του Μπασταζίνι, του Πεντζίκι, το Σκαίτιγκ, το Σπλέντιτ, το Κρύσταλ, το Λευκό Πύργο. Χαλασμός γινόταν και στο κέντρο “Χορτατζήδες”.
Τότε χόρευαν διάφορους χορούς, φοξ τροτ, βαλς εζιτασιόν, βαλς βιενέζικο, μπλουζ, το ταγκό που κατόρθωσε να επιζήσει και να θεωρείται ο βασιλιάς των χορών, Πρωτοχορεύτηκε στη Νέα Υόρκη το 1914 και φούντωσε το 1929 στη χώρα μας, όταν ο Εντοάρντο Μπιάνκο έδωσε την πρώτη συναυλία στα Διονύσια. Συνέχισε μετά να παρουσιάζεται σαν ορχήστρα νοτιοαμερικάνικων χορών σε διάφορα κέντρα, με τα ταγκό που άφησαν εποχή, όπως η Πλεγκάρια, το μονοπάτι, μάμα ίο κέρο νόβιο και άλλα. Ανάγκασε έτσι τους Έλληνες μουσικοσυνθέτες να προσαρμοστούν με τη μουσική του και να γράψουν αρκετά ταγκό, όπως δοκίμασα τα χείλη μιας μικρής, πες μου γιατί πεισμώνεις τη μάσκα δε σηκώνεις, στην τρέλλα του χορού, κάποια τρελλή βραδιά χορού, Ρεζέντα, και τόσα άλλα που τραγουδιούνται ακόμα και σήμερα.
Αργά, πολύ αργά, το λόγο είχαν οι κανταδόροι. Οι περισσότεροι ντυμένοι πιερότοι, αρλεκίνοι και παλιάτσοι, γύριζαν στις ανηφοριές και τα στενά με κιθάρες, μαντολίνα, μαντόλες και τρίγωνα κι έκαναν καντάδα στην καλή τους με τραγούδια και αποσπάσματα από άριες.
Στα στενά αυτά δρομάκια πρωτοέκαναν το ντεμπούτο τους οι Βασίλης Κοσμόπουλος, Πέπος Μπαξεβάνος, Φιλήμων Βαφειάδης, Αδελφοί Γιαννάτοι, Γιάννης Καραμανλής, Πάνος Σχοινάς, Τάκης Κωστόπουλος, και βούιζαν τα στενά από τη Λουτσία ντε λαμερμούρ, το Μπεβιάμο του Βέρντι, μπάλι ιν μάσκερα, τα χορωδιακά ο νυχτομπάτης, η ξανθούλα, πως της αρέσει κάποτε, κάτω απ’ το παράθυρό σου, η γαζία, έχει καημούς η θάλασσα, μην αγαπήσεις ορφανή, γλυκοφέγγει, αν παρήλθαν οι χρόνοι εκείνοι, η αμυγδαλιά και τόσα άλλα που δεν είναι δυνατό να τ’ αναφέρουμε όλα.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ
Το βράδυ της τελευταίας Κυριακής οι νοικουραίοι μαζεύονταν στο σπίτι για να κάνουν το πατροπαράδοτο “χάσκα”. Έδεναν σ’ ένα ξύλο μήκους 50 περίπου εκατοστών ένα σπαγκάκι που στην άκρη του κρεμούσαν ένα αυγό ή ένα κομμάτι άσπρο χαλβά. Ο καθένας έπρεπε να προσπαθήσει να το δαγκάσει χωρίς να χρησιμοποιήσει τα χέρια του. Έτσι έκλεινε η αποκριά με κέφι και διασκέδαση απ’ όλη την οικογένεια.
 
Ξημέρωνε λοιπόν η Καθαρή Δευτέρα κι ο κοσμάκης τραβούσε για το Σέιχ-Σου, το Μπεστσινάρ, τους Χορτατζήδες, το Χατζή Μπαξέ, τα Καραγάτσια, για να γιορτάσει τα Κούλουμα, με όλα τα νηστίσιμα, τις λαγάνες, τον ταραμά, σκόρδα, κρεμμύδια, ελιές και τ’ απαραίτητου ρακιού. Διασκέδαζαν με τις λατέρνες και δύο ή τρεις ρομβίες που υπήρχαν τότε.
Τα παιδιά έπαιρναν μαζί τους τα μπαλόνια τους και οι πατεράδες εύρισκαν την ευκαιρία να παίξουν κι αυτοί λίγο και να ρίξουν καμιά πονηρή ματιά σε κάποια φούστα που έκανε αποκαλυπτική το αεράκι.
Πολλοί, οι πιο εύποροι, νοίκιαζαν καρότσες, παϊτόνια και λαντώ, κι έβγαιναν πιο έξω, για να διασκεδάσουν στα κέντρα του Καραμπουρνού.
Έτσι περνούσαν τα καρναβάλια στην παλιά Θεσσαλονίκη, πραγματικά ανεπανάληπτα, με όλη τη σημασία της λέξης, γιατί δε θα ξαναγυρίσουν επειδή μας λείπει ο αυθορμητισμός και η αγάπη, συναισθήματα που έπνιξε ο ανταγωνισμός και το πάθος.
 
Ανδρομάχη Μ.

2 σχόλια: